Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόocchiàli
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [okˈkjali] τα γυαλιά, τα ματογυάλια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |