Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbeveràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbeveˈradʤo]

1 άρδευση
2 ύδρευση
3 κατάβρεγμα
4 πότισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbenché abbeveramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbellirsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbellitore (ουσ αρσ )
abbellitore (επίθ.)
abbellitura (θηλ.ουσ)
abbenché (σύνδ.)
abbeveraggio (ουσ αρσ )
abbeveramento (ουσ αρσ )
abbeverare (ρ. μτβ.)
abbeverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbeverata (θηλ.ουσ)
abbeveratoio (ουσ αρσ )
abbiadare (ρ. μτβ.)
abbiccì (ουσ αρσ )
abbiente (ουσ αρσ και θηλ.)
abbiente (επίθ.)
abbiettazione (θηλ.ουσ)
abbietto (επίθ.)
abbigliamento (ουσ αρσ )
abbigliare (ρ. μτβ.)
abbigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---