Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbassàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [abbasˈsare]

κατεβάζω, χαμηλώνω

abbassàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbasˈsarsi]

1 (diminuire) χαμιλώνω
2 (chinarsi) υποκλίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbassamento abbassato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbaruffata (θηλ.ουσ)
abbaruffio (ουσ αρσ )
abbassabile (επίθ.)
abbassalingua (ουσ αρσ )
abbassamento (ουσ αρσ )
abbassare (ρ. μτβ.)
abbassarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbassato (επίθ.)
abbassatore (επίθ.)
abbasso (επίρ.)
abbasso (επιφ.)
abbastanza (επίρ.)
abbattere (ρ. μτβ.)
abbattersi (ρ. μ. αμτβ.)
abbattifieno (ουσ αρσ )
abbattimento (ουσ αρσ )
abbattitore (ουσ αρσ )
abbattitore (επίθ.)
abbattuta (θηλ.ουσ)
abbattuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---