Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finanziària (θηλ.ουσ) finitóre (αρσ. επίθ και ουσ)
finanziàrio (επίθ.) finitrìce (θηλ.ουσ)
finanziatóre (αρσ. επίθ και ουσ) finitùra (θηλ.ουσ)
finanzièra (θηλ.ουσ) finlandése (ουσ αρσ και θηλ.)
finanzière (ουσ αρσ ) finlandése (επίθ.)
fìnca (θηλ.ουσ) Finlàndia (θηλ.ουσ)
finché (σύνδ.) fìno (αρσ. επίθ και ουσ)
fìne (ουσ αρσ ) fìno (πρόθ.)
fìne (θηλ.ουσ) fìno (επίρ.)
fìne (επίθ.) finocchièlla (θηλ.ουσ)
fine–settimàna (ουσ αρσ ) finòcchio (ουσ αρσ )
finèstra (θηλ.ουσ) finóra (επίρ.)
finestrìno (ουσ αρσ ) fìnta (θηλ.ουσ)
finézza (θηλ.ουσ) fintàggine (θηλ.ουσ)
fìngere (ρ. μτβ.) fintantoché (σύνδ.)
fingersi (ρ.μ. (αντων.)) fintàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
finiménto (ουσ αρσ ) fìnto (επίθ.)
finimóndo (ουσ αρσ ) finzióne (θηλ.ουσ)
finìre (ουσ αρσ ) fìo (ουσ αρσ )
finìre (ρ.αμτβ.) fiocàggine (θηλ.ουσ)
finìre (ρ. μτβ.) fiocaménte (επίρ.)
finissàggio (ουσ αρσ ) fioccàre (ρ.αμτβ.)
finitézza (θηλ.ουσ) fiòcco (ουσ αρσ )
finìtimo (επίθ.) fioccóso (επίθ.)
finìto (επίθ.) fiochézza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: