Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiduciosaménte (επίρ.) figliòccia (θηλ.ουσ)
fiducióso (επίθ.) figliòccio (ουσ αρσ )
fièle (ουσ αρσ ) figliòla (θηλ.ουσ)
fienagióne (θηλ.ουσ) figliolàme (ουσ αρσ )
fienàio (επίθ.) figliolànza (θηλ.ουσ)
fienicoltùra (θηλ.ουσ) figliòlo (ουσ αρσ )
fienìle (ουσ αρσ ) figulìna (θηλ.ουσ)
fièno (ουσ αρσ ) fìgulo (ουσ αρσ )
fièra (θηλ.ουσ) figùra (θηλ.ουσ)
fieraménte (επίρ.) figuràccia (θηλ.ουσ)
fierézza (θηλ.ουσ) figurànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fierìstico (επίθ.) figuràre (ρ.αμτβ.)
fièro (επίθ.) figuràre (ρ. μτβ.)
fièvole (επίθ.) figurataménte (επίρ.)
fievolménte (επίρ.) figurativìsmo (ουσ αρσ )
fìfa (θηλ.ουσ) figuratìvo (επίθ.)
fifóne (ουσ αρσ ) figuràto (επίθ.)
fìgaro (ουσ αρσ ) figurazióne (θηλ.ουσ)
fìggere (ρ. μτβ.) figurìna (θηλ.ουσ)
fìglia (θηλ.ουσ) figurinìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
figliàre (ρ. μτβ.) figurìno (ουσ αρσ )
figliàstra (θηλ.ουσ) figurìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
figliàstro (ουσ αρσ ) figùro (ουσ αρσ )
figliàta (θηλ.ουσ) figuróne (ουσ αρσ )
fìglio (ουσ αρσ ) fìla (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: