Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

feudalìsmo (ουσ αρσ ) fiammàto (αρσ. επίθ και ουσ)
feudalità (θηλ.ουσ) fiammeggiànte (επίθ.)
feudatàrio (ουσ αρσ ) fiammeggiàre (ρ.αμτβ.)
feudatàrio (επίθ.) fiammeggiàre (ρ. μτβ.)
fèudo (ουσ αρσ ) fiammiferàio (ουσ αρσ )
feuilleton (ουσ αρσ ) fiammìfero (αρσ. επίθ και ουσ)
fèz (ουσ αρσ ) fiammìnga (θηλ.ουσ)
feziàle (ουσ αρσ ) fiammìngo (αρσ. επίθ και ουσ)
fi (ουσ αρσ και θηλ.) fiammìngo (ουσ αρσ )
fiàba (θηλ.ουσ) fiancàle (ουσ αρσ )
fiabésco (επίθ.) fiancàta (θηλ.ουσ)
fiàcca (θηλ.ουσ) fiancheggiaménto (ουσ αρσ )
fiaccaménte (επίρ.) fiancheggiàre (ρ. μτβ.)
fiaccàre (ρ. μτβ.) fiancheggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
fiaccarsi (ρ.μ. (αντων.)) fiànco (ουσ αρσ )
fiaccheràio (ουσ αρσ ) fiàndra (θηλ.ουσ)
fiacchézza (θηλ.ουσ) fiàsca (θηλ.ουσ)
fiàcco (επίθ.) fiascàio (ουσ αρσ )
fiàccola (θηλ.ουσ) fiaschétta (θηλ.ουσ)
fiaccolàta (θηλ.ουσ) fiaschetterìa (θηλ.ουσ)
fiacre (ουσ αρσ ) fiàsco (ουσ αρσ )
fiàla (θηλ.ουσ) fiatàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fiàmma (θηλ.ουσ) fiàto (ουσ αρσ )
fiammànte (αρσ. επίθ και ουσ) fiatóne (ουσ αρσ )
fiammàta (θηλ.ουσ) fìbbia (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: